ἐπωμίδος

ἐπωμίδος
ἐπωμίς
the point of the shoulder
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σεληνόφως — ωτος, το, ΝΑ, και σεληνόφωτο Ν 1. αστρον. το φως που προέρχεται από τη Σελήνη και διαχέεται στην ατμόσφαιρα τής Γης, το φεγγαρόφωτο («ἔκειτο δ ἡ μὲν λευκὸν εἰς σεληνόφως φαίνουσα μαστὸν λελυμένης ἐπωμίδος», Χαιρήμ.) νεοελλ. φρ. «Σονάτα υπό το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”